-
1 Κάλλιο πέντε και στο στόμα, παρά δέκα και στο χώμα
– Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα– Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα– Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ• Лучше синица в кулаке, чем журавль в небеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέριЛучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там• Лучше синица в руке, чем журавль в небеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πέντε και στο στόμα, παρά δέκα και στο χώμα
-
2 χώμα
τό1) земля, почва; грунт;έπεσε κάτω στο χώμα — он упал на землю;
τον εκύλισε στο χώμα — он повалил его на землю;
2) пыль;τα ρούχα σου είναι όλο χώματα одежда твоя вся в пыли; 3) прах;§ τον έφαγε το μαύρο χώμα — его поглотила земля; — он умер;
έφαγε η πλάτη του χώμα — его положили на обе лопатки (в борьбе)
-
3 Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι
– Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα– Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα– Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ• Лучше синица в кулаке, чем журавль в небеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέριЛучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там• Лучше синица в руке, чем журавль в небеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι
-
4 Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα
– Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα– Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα– Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ• Лучше синица в кулаке, чем журавль в небеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέριЛучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там• Лучше синица в руке, чем журавль в небеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα
-
5 Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα
– Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα– Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα– Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ• Лучше синица в кулаке, чем журавль в небеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέριЛучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там• Лучше синица в руке, чем журавль в небеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα
-
6 Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ
– Κάλλιο σήμερα ένα αβγό, παρά αύριο μια κότα– Κάλλιο το σημερινό ψωμί, παρά την αυριανή πίτα– Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ• Лучше синица в кулаке, чем журавль в небеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέριЛучше пять (штук) да в руке, чем десять где-то там• Лучше синица в руке, чем журавль в небеИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το αρκετό είναι καλύτερο από το πολύ
-
7 πατώ
(ε), πατάω 1. μετ.1) ступать, становиться ногой, наступать;πατώ στη γη — ступать на землю;
με πάτησες (τό πόδι) ты наступил мне на ногу;πρόσεχε πού πατάς смотри, куда ступаешь; 2) топтать, мять, приминать;πατώ τό χορτάρι — топтать траву;
3) утаптывать, уминать; набивать, напихивать;πατώ τό χώμα (χιόνι) — утаптывать землю (снег);
πάτησε τον καπνό στο τσιμπούκι он набил трубку табаком;πάτα καλά τα ρούχα μέσα στο μπαούλο утрамбуй хорошенько вещи в чемодане; 4) мять, давить, выжимать; топтать (виноград и т. п.); 5) нажимать, надавливать;πατώ τό κουμπί — нажимать на кнопку;
6) давить, раздавливать, убивать;τον πάτησε το τραίνο он попал под поезд; 7) совершать налёт, ограбление;πατώ τό μαγαζί — ограбить магазин;
§ πατώ πόδι — топать ногой, требовать, настаивать;
πατείς με πατώ σε — давка, толкотня;
τον πάτησα στον κάλο или του πάτησα τον κάλο я наступил ему на любимую мозоль, я его задел за живое;δεν πατει ρόδα εδώ — здесь не проедешь на машине;
πατώ τον όρκο μου — нарушать клятву;
πάτησε λίγο το πουκάμισο погладь рубашку;του πάτησε ξύλο (или γροθιές) он его здорово избил; του πάτησε κατσάδα (βρισίδι) он ему задал головомойку, он его как следует отчитал; πάτησα φαΐ γιά πέντε νομάτους я поел за пятерых; πάτησα δουλειά (φαΐ) με την ψυχή μου я потрудился на славу; я вкалывал будь здоров (я наелся до отвала);με πατάει το παπούτσι — ботинок давит, жмёт;
2. αμετ.1) часто посещать, захаживать;δεν πατάει στο θέατρο — он редко ходит в театр;
2) быстро ходить, бежать;3) доставать до дна ногами;§ πατώ γερά ( — или σταθερά) — стоять устойчиво, не шататься;
δεν πατώ — не переступать порог, не бывать где-л., не ходить куда-л.;
δεν πατεί χάμου — он высокомерен;
δεν πατας καλά — ты нехорошо себя ведёшь;
πατώ στα κάρβουνα — сидеть как на углях, как на иголках;
πάτησες στην πίττα ты сел в лужу;ακολουθώ (или βαδίζω) την πεπατημένην идти по проторённой дорожке
См. также в других словарях:
χώμα — το / χῶμα, ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος νεοελλ. 1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα») 2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα») 3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας») 4. φρ. α) «έφαγε η … Dictionary of Greek
χώμα — το, ατος 1. γη, έδαφος που αποτελείται από λεπτούς κόκκους. 2. σκόνη: Το κοστούμι σου είναι όλο χώματα. 3. έδαφος: Έπεσε κάτω στο χώμα. 4. φρ., «Tον έφαγε το μαύρο χώμα», τον σκέπασε ο τάφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αρμαδίλος — Γένος μικρών θηλαστικών, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Ο κοινός α. (δασύπους ο εννεάζωος) έχει κοντά πόδια και το σώμα του σκεπάζεται με πολυγωνικές κεράτινες φολίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κατά εγκάρσιες σειρές, που στη… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek